- περιαναστᾶσαν
- περϊαναστᾶσαν , περί , ἀνά-στάζωdropfut part act fem acc sg (doric)περϊαναστᾶσαν , περί-ἀνίστημιmake to stand upaor part act fem acc sgπερϊαναστᾶσαν , περί-ἀνίστημιmake to stand upaor part act neut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.